έκπλους

έκπλους
ο выход в море, отплытие, отчаливание

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "έκπλους" в других словарях:

  • έκπλους — ου (AM ἔκπλους, Α και ἔκπλοος) η έξοδος πλοίου από λιμάνι, ο απόπλους αρχ. το στόμιο, η είσοδος λιμανιού …   Dictionary of Greek

  • ἔκπλους — ἔκπλοος sailing out masc acc pl (attic) ἔκπλοος sailing out masc nom sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έκπλοια — ἔκπλοια, η (AM) έκπλους …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»